- ετοιμοπειθής
- ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ-πειθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτοιμοπειθής — ready to obey masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμοπειθεῖς — ἑτοιμοπειθής ready to obey masc/fem acc pl ἑτοιμοπειθής ready to obey masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek